- χαρίζω
- ΝΜ [χάρις]1. δίνω, παραχωρώ, δωρίζω (α. «τής χάρισε έναν δίσκο» β. «χάρε για χάρισέ μου σαΐτες κοφτερές, να πάω να σαϊτέψω δυο τρεις μελαχρινές», δημ. τραγούδιγ. «τούτους ἡμῖν χάρισον εἰς χαρὰν καὶ ἀνέγερσιν τῶν Ῥωμαίων», Κ Πορφ.)2. δίνω χάρη, απαλλάσσω από ποινή ή από οφειλή (α. «τού χάρισε την τιμωρία» β. «τού χάρισε την τελευταία δόση»)νεοελλ.1. φρ. α) «δεν χαρίζει κάστανα» — βλ. κάστανο2. παροιμ. «κάποιου τού χαρίζανε γάιδαρο και τόν κοίταζε στα δόντια» — βλ. γάιδαροςβ) «κάποιου τού χαρίζανε γάιδαρο και ήθελε και το σαμάρι» — λέγεται για αχάριστο και πλεονέκτη.
Dictionary of Greek. 2013.